- πρωτόφυτος
- πρωτόφυτοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτόφυτος — η, ο / πρωτόφυτος, ον, ΝΑ πρωτοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυτός (< φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολύ φυτος] … Dictionary of Greek
πρωτοφύτους — πρωτόφυτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)